προιξ

προιξ
    προΐξ
    ϊκός и προίξ, οικός ἥ (только в косв. падежах)
    1) дар, подарок, подношение Hom.
    2) приданое Lys., Plat., Arst., Dem.
    

τῶν προικῶν δοῦλοι Plut. — рабы приданого, т.е. женившиеся по расчету


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προιξ" в других словарях:

  • προῖξ — προίξ gift indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προίξ — gift fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προίξ — κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α βλ. προίκα …   Dictionary of Greek

  • προικί — προίξ gift fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προικῶν — προίξ gift fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προικός — προίξ gift fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προιξί — προίξ gift fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προιξίν — προίξ gift fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῖκα — προίξ gift fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῖκας — προίξ gift fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῖκες — προίξ gift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»